- ἔπιπτον
- ἔπῑπτον , πίπτωExc. ex libris Herodianiimperf ind act 3rd plἔπῑπτον , πίπτωExc. ex libris Herodianiimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пастисѧ — ПА|СТИСѦ1 (144), ДОУСѦ, ДЕТЬСѦ гл. 1.Упасть: палъ ли сѧ ѥси. то въ||стани. блѹдъ ли ѥси сътворилъ. то покаисѧ. (ἔπεσας) СбТр XII/XIII, 188–188 об.; изнемогохъсѧ ѿ жаже и трѹда и ѹже на конци падъсѧ. лежахъ на земьли. ПрЛ 1282, 65г; на ѥстьство… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
προορώ — προορῶ, άω, ΝΜΑ [ὁρῶ] νεοελλ. (μόνον στον αόρ.) προείδα είδα εκ τών προτέρων, έχω προβλέψει μσν. αρχ. 1. βλέπω μπροστά, διακρίνω σε απόσταση μπροστά μου («οἱ μὲν διὰ τὴν δυσχωρίαν ἔπιπτον, οἱ δὲ καὶ διὰ τὸ μὴ προορᾱν τὰ ἔμπροσθεν», Ξεν.) 2. βλέπω … Dictionary of Greek